Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφημέριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφημέρι|ος [ɛfiˈmɛriɔs] SUBST αρσ

εφημέριος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский