Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφηβικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφηβικ|ός <-ή, -ό> [ɛfiviˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εφηβικός (χαρακτηριστικός της εφηβείας):

εφηβικός

2. εφηβικός (για νέους, νεανικός):

εφηβικός
Jugend-, jugendlich

Παραδειγματικές φράσεις με εφηβικός

εφηβικός έρωτας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский