Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφήμερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφήμερ|ος <-η, -ο> [ɛˈfimɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. εφήμερος (μιας μέρας):

εφήμερος

2. εφήμερος μτφ (ευτυχία κτλ):

εφήμερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский