Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επιφυλακτικός , επιφυλαχτικός , επιφυλακτικότητα , προφυλακτικό και επιφυλακή

επιφυλακτικότητα [ɛpifilaktiˈkɔtita] SUBST θηλ

επιφυλακή [ɛpifilaˈci] SUBST θηλ

προφυλακτικό [prɔfilaktiˈkɔ], προφυλαχτικό [prɔfilaxtiˈkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский