Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιφυλακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιφυλακή [ɛpifilaˈci] SUBST θηλ

επιφυλακή
είμαι σε επιφυλακή

Παραδειγματικές φράσεις με επιφυλακή

είμαι σε επιφυλακή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский