Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισύρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επ|ισύρω <-έσυρα> [ɛpiˈsirɔ] VERB μεταβ

1. επισύρω (στρέφω προς εμένα: περιφρόνηση, προσοχή κτλ):

επισύρω

2. επισύρω (στρέφω προς ορισμένο σημείο):

επισύρω

Παραδειγματικές φράσεις με επισύρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский