Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισυνάπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισυν|άπτω <-αψα, -φτηκα, -ημμένος> [ɛpisiˈnaptɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με επισυνάπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский