Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίσημος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίσημ|ος <-η, -ο> [ɛˈpisimɔs] ΕΠΊΘ

2. επίσημος (έγκυρος):

επίσημος

3. επίσημος (που θεωρείται κανονικός και δημόσιος):

επίσημος

4. επίσημος (γιορταστικός):

επίσημος

5. επίσημος (τυπικός):

επίσημος

6. επίσημος (εμφάνιση, αξιοπρεπής, κύριος):

επίσημος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский