Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επισημοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επισημοποίησ|η <-εις> [ɛpisimɔˈpiisi] SUBST θηλ

1. επισημοποίηση (επιβεβαίωση της αυθεντικότητας):

επισημοποίηση

2. επισημοποίηση (επίσημη ανακοίνωση):

επισημοποίηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский