

- επίσημη τιμή (συναλλάγματος κτλ)
- amtlicher Preis αρσ
- επίσημη γνωστοποίηση
- offizielle Bekanntmachung θηλ
- επίσημη γνωστοποίηση
- Verlautbarung θηλ
- επίσημη τιμή (συναλλάγματος κτλ)
- offizieller Preis αρσ
- επίσημη τιμή (κάποιου προϊόντος)
- offizieller Preis αρσ
- επίσημη προπαγάνδα
- offizielle Propaganda θηλ
- επίσημη πρεμιέρα θηλ
- offizielle Premiere θηλ
- (επίσημη) αγορά θηλ συναλλάγματος
- (offizieller) Devisenmarkt αρσ
- επίσημη εκκλησία του κράτους
- Staatskirche θηλ
- από επίσημη πηγή
- aus offizieller Quelle
- Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
- Amtsblatt ουδ der Europäischen Gemeinschaften
- εφημερίδα της κυβέρνησης, επίσημη εφημερίδα
- Amtsblatt ουδ


- amtlicher Bescheid
- επίσημη κοινοποίηση
- gesetzlicher Feiertag
- επίσημη αργία
- Staatsbesuch
- επίσημη επίσκεψη θηλ
- amtliche Verwahrung ΝΟΜ
- επίσημη φύλαξη
- amtliche Beglaubigung
- επίσημη θεώρηση
- amtliche Bekanntmachung
- επίσημη κοινοποίηση
- amtliche Verwahrung
- επίσημη παρακαταθήκη
- amtliche Auskunft
- επίσημη πληροφορία
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.