Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοικονομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοικον|ομώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksikɔnɔˈmɔ] VERB μεταβ

1. εξοικονομώ (δημιουργώ απόθεμα):

εξοικονομώ

2. εξοικονομώ (βρίσκω, προσκομίζω):

εξοικονομώ

3. εξοικονομώ (εισιτήρια και άλλα μικροπράγματα):

εξοικονομώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский