Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξολοθρευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξολοθρευτής (εξολοθρεύτρ(ι)α) [ɛksɔlɔθrɛfˈtis, ɛksɔlɔˈθrɛftr(i)a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξολοθρευτής (εξολοθρεύτρ(ι)α)
Vernichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский