Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοκέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξ|οκέλλω <-ώκειλα> [ɛksɔˈcɛlɔ] VERB αμετάβ

1. εξοκέλλω (πλοίο, ναυτικοί):

εξοκέλλω

2. εξοκέλλω μτφ (παίρνω κακό δρόμο):

εξοκέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский