Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοικείωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοικείωσ|η <-εις> [ɛksiˈciɔsi] SUBST θηλ

1. εξοικείωση (η πράξη):

εξοικείωση με
Gewöhnung θηλ an +αιτ

2. εξοικείωση (γνώση, συνήθεια):

εξοικείωση
Vertrautheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξοικείωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский