Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξέγερση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξέγερσ|η <-εις> [ɛˈksɛjɛrsi] SUBST θηλ

1. εξέγερση (παρακίνηση):

εξέγερση
Aufwiegelung θηλ

2. εξέγερση (επανάσταση):

εξέγερση κατά +γεν
Erhebung θηλ gegen +αιτ
εργατική εξέγερση
λαϊκή εξέγερση
Volkserhebung θηλ
εξέγερση (επανάσταση) θηλ
Aufstand αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εξέγερση

εργατική εξέγερση
λαϊκή εξέγερση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский