Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξειδικεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξειδικεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛksiðiˈcɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. εξειδικεύομαι (γίνομαι ειδικός):

εξειδικεύομαι σε

2. εξειδικεύομαι (είμαι ειδικός):

εξειδικεύομαι σε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский