Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξειδίκευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξειδίκευσ|η <-εις> [ɛksiˈðicɛfsi] SUBST θηλ

εξειδίκευση σε
Spezialisierung θηλ auf +αιτ
επαγγελματική εξειδίκευση

Παραδειγματικές φράσεις με εξειδίκευση

επαγγελματική εξειδίκευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский