Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξάψαλμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξάψαλμος [ɛˈksapsalmɔs] SUBST αρσ

1. εξάψαλμος ΘΡΗΣΚ:

ο εξάψαλμος
die Psalmen αρσ πλ Davids

Παραδειγματικές φράσεις με εξάψαλμος

ο εξάψαλμος
die Psalmen αρσ πλ Davids

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский