Ελληνικά » Γερμανικά

ενοικιαστήριο [ɛnicasˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. ενοικιαστήριο (συμφωνητικό):

Mietvertrag αρσ

2. ενοικιαστήριο (αγγελία):

Mietangebot ουδ

στοιβαζόμεν|ος <-η, -ο> [stivaˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (καρέκλες)

ενοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛniˈcazɔ] VERB μεταβ

1. ενοικιάζω (μισθώνω):

ενοικιαστής (ενοικιάστρια) [ɛnicasˈtis, ɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σχεδιαζόμεν|ος <-η, -ο> [sçɛðiaˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

I . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ (που εργάζεται)

II . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

1. εργαζόμενος (σε αντίθεση με τον μη εργαζόμενο):

Grenzgänger αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский