Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπαίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπαίζω <ενέπεξα, εμπαίχτηκα, εμπαιγμένος> [ɛmˈbɛzɔ] VERB μεταβ

1. εμπαίζω (κοροϊδεύω):

εμπαίζω κάποιον

2. εμπαίζω (ξεγελώ):

εμπαίζω

Παραδειγματικές φράσεις με εμπαίζω

εμπαίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский