Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπάργκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπάργκο [ɛmˈbargɔ] SUBST ουδ

εμπάργκο
Embargo ουδ
θέτω/αίρω ένα εμπάργκο
εμπορικό εμπάργκο

Παραδειγματικές φράσεις με εμπάργκο

εμπορικό εμπάργκο
θέτω/αίρω ένα εμπάργκο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский