Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπαιγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπαιγμός [ɛmbɛɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμπαιγμός (η πράξη):

εμπαιγμός
Verspottung θηλ

2. εμπαιγμός (τα λόγια):

εμπαιγμός
Spott αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский