Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκκλησιαστικός , εκκλησιασμός , εξουσιαστικός και εκκλησίασμα

εκκλησιασμός [ɛklisiazˈmɔs] SUBST αρσ

εκκλησίασμα [ɛkliˈsiazma] SUBST ουδ

εξουσιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksusiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξουσιαστικός:

Macht-

2. εξουσιαστικός ΝΟΜ:

Gewalt-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский