Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκόλαψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκόλαψ|η <-εις> [ɛˈkɔlapsi] SUBST θηλ (αβγών)

εκκόλαψη
Ausbrütung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский