Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκρεμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκρεμ|ώ <-είς> [ɛkrɛˈmɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

1. εκκρεμώ (θέλω τακτοποίηση):

2. εκκρεμώ (αναμένομαι):

εκκρεμώ

3. εκκρεμώ (δεν υπάρχει ακόμα απόφαση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский