Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εισροή , εισρέω , εισδύω , εισάγω , ελιά και ειμή

ελιά [ɛˈʎa] SUBST θηλ

1. ελιά (δέντρο):

Olivenbaum αρσ

2. ελιά (καρπός):

Olive θηλ
Oliven θηλ πλ aus Kalamata
Kalamata-Oliven θηλ πλ

3. ελιά (στο δέρμα):

Muttermal ουδ

εισ|άγω <-ήγαγα, -άχθηκα, -αγμένος> [iˈsaɣɔ] VERB μεταβ

1. εισάγω (νόμισμα, νέες μεθόδους):

2. εισάγω (προϊόντα):

εισ|δύω <-έδυσα> [izˈðiɔ] VERB αμετάβ

εισ|ρέω <-έρρευσα> [izˈrɛɔ] VERB αμετάβ

2. εισρέω (εισέρχομαι σε αφθονία: πλήθη):

strömen in +αιτ

3. εισρέω (κεφάλαια):

fließen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский