Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εικονικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εικονικό φάρμακο
εικονικό κέρδος
Scheingewinn αρσ
εικονικό συμβόλαιο
Scheinvertrag αρσ
εικονικό άτομο ΟΙΚΟΝ (σε συναλλαγές)
Strohmann αρσ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εικονικό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εικονικό δικαίωμα ουδ
Scheingewinn ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
εικονικό φαινομενικό κέρδος ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский