Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εικαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εικαστικ|ός <-ή, -ό> [ikastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εικαστικός (που στηρίζεται σε εικασίες):

εικαστικός

ιδιωτισμοί:

bildende Kunst θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский