Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δικά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiˈkazɔ] VERB αμετάβ (κρίνω)

δικάζω

II . δικά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiˈkazɔ] VERB μεταβ (καταδικάζω)

δικάζω

III . δικάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. δικάζομαι (καταδικάζομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский