Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διθύραμβος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διθύραμβος [ðiˈθiraɱvɔs] SUBST αρσ

1. διθύραμβος ΛΟΓΟΤ:

διθύραμβος
Dithyrambe θηλ

2. διθύραμβος μτφ (κριτική):

διθύραμβος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский