Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διίσταμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διίσταμαι [ðiˈistamɛ] VERB αυτοπ ρήμα nur präs und imperf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский