Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιοδοσία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιοδοσία [ðicɛɔðɔˈsia] SUBST θηλ ΝΟΜ

δικαιοδοσία
δικαιοδοσία
Jurisdiktion θηλ
έχω στη δικαιοδοσία μου κάτι
υπάγομαι στη δικαιοδοσία κάποιου
έχω τη δικαιοδοσία να κάνω κάτι
εκούσια δικαιοδοσία
αλλοδαπή/γερμανική δικαιοδοσία
αμφισβητούμενη δικαιοδοσία
διεθνής δικαιοδοσία
εδαφική δικαιοδοσία
ειδική δικαιοδοσία
ναυτική δικαιοδοσία
τακτική δικαιοδοσία

Παραδειγματικές φράσεις με δικαιοδοσία

εδαφική δικαιοδοσία ΝΟΜ
εκούσια δικαιοδοσία
αμφισβητούμενη δικαιοδοσία
διεθνής δικαιοδοσία
ειδική δικαιοδοσία
ναυτική δικαιοδοσία
τακτική δικαιοδοσία
υπάγομαι στη δικαιοδοσία κάποιου
αλλοδαπή/γερμανική δικαιοδοσία
έχω στη δικαιοδοσία μου κάτι
έχω τη δικαιοδοσία να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский