Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμαρτύρομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμαρτύρ|ομαι <-ήθηκα, -ημένος> [ðiamarˈtirɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. διαμαρτύρομαι (έντονα):

διαμαρτύρομαι για

2. διαμαρτύρομαι (ήπια):

διαμαρτύρομαι για

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский