Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμελίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμελί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiamɛˈlizɔ] VERB μεταβ

διαμελίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский