Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάμεσο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάμεσο [ðiˈamɛsɔ] SUBST ουδ

1. διάμεσο (χώρος):

διάμεσο
Zwischenraum αρσ

2. διάμεσο (χρόνος):

διάμεσο
Zwischenzeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский