Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αμένω <-έμεινα> [ðiaˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

διαμένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский