Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμαρτύρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμαρτύρησ|η <-εις> [ðiamarˈtirisi] SUBST θηλ

διαμαρτύρηση
Protest αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский