Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαλυτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαλυτικ|ός <-ή, -ό> [ðialitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαλυτικός (που διαλύει):

διαλυτικός
auflösend, Löse-
Lösemittel ουδ

2. διαλυτικός (που καταστρέφει, που αποσυνθέτει):

διαλυτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский