Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διέγερση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διέγερσ|η <-εις> [ðiˈɛjɛrsi] SUBST θηλ

1. διέγερση (τόνωση):

διέγερση
Anregung θηλ

2. διέγερση (έξαψη):

διέγερση
Erregung θηλ

3. διέγερση (του λαού):

διέγερση
Aufwiegelung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διέγερση

διέγερση θηλ πεδίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский