Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεγείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεγ|είρω <-ειρα, -έθηκα, -ερμένος> [ðiɛˈjirɔ] VERB μεταβ

1. διεγείρω (τονώνω):

διεγείρω

2. διεγείρω (εξεγείρω):

διεγείρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский