Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεγερτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεγερτικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛjɛrtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διεγερτικός (γενικά):

διεγερτικός
anregend, Anregungs-

2. διεγερτικός (ερωτικά):

διεγερτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский