Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίδυμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δίδυμ|ος <-η, -ο> [ˈðiðimɔs] ΕΠΊΘ

II . δίδυμ|ος [ˈðiðimɔs] SUBST αρσ

2. δίδυμος ΑΣΤΡΟΝ:

Zwillinge αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με δίδυμος

δίδυμος διείσδυσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский