Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίφραγκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίφραγκο [ˈðifraŋgɔ] SUBST ουδ

2. δίφραγκο (δύο φράγκα):

δίφραγκο

3. δίφραγκο ΙΣΤΟΡΊΑ (δύο δραχμές):

δίφραγκο

4. δίφραγκο ΙΣΤΟΡΊΑ (δύο μάρκα):

δίφραγκο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский