Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίφυλλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίφυλλ|ος <-η, -ο> [ˈðifilɔs] ΕΠΊΘ

1. δίφυλλος (φυτό):

δίφυλλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский