Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλιτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γλιτώ|νω <-σα, -μένος> [ɣliˈtɔnɔ] VERB μεταβ (απαλλάσσω από κίνδυνο)

II . γλιτώ|νω <-σα, -μένος> [ɣliˈtɔnɔ] VERB αμετάβ (απαλλάσσομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με γλιτώνω

γλιτώνω το τομάρι μου
γλιτώνω παρά τρίχα
γλιτώνω από σεισμό
γλιτώνω τον κίνδυνο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский