Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλίστρημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλίστρημα [ˈɣlistrima] SUBST ουδ

1. γλίστρημα (πριν το πέσιμο):

γλίστρημα
Ausrutschen ουδ

2. γλίστρημα μτφ (μικρό παράπτωμα):

γλίστρημα
Ausrutscher αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский