Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αψηφώ , αψηφισιά , παμψηφεί , ψηφίο , αψέντι και αψηλός

αψηφ|ώ <-άς, -ησα> [apsiˈfɔ] VERB μεταβ

1. αψηφώ (τον κίνδυνο, τα χρήματα):

2. αψηφώ (συμβουλές, νόμο):

παμψηφεί [pambziˈfi] ΕΠΊΡΡ

αψηφισιά [apsifiˈsça] SUBST θηλ

1. αψηφισιά (στην αντιμετώπιση κινδύνου):

Leichtsinn αρσ

2. αψηφισιά (αδιαφορία για τους άλλους):

αψέντι [aˈpsɛndi] SUBST ουδ

ψηφίο [psiˈfiɔ] SUBST ουδ

1. ψηφίο (αριθμός):

Ziffer θηλ

2. ψηφίο (γράμμα):

Buchstabe αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский