Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρωματισμένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχρωματισμός [axrɔmatizˈmɔs] SUBST αρσ

χρωματισμός [xrɔmatizˈmɔs] SUBST αρσ

γραμματισμέν|ος <-η, -ο> [ɣramatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αρωματοποιείο [arɔmatɔpiˈiɔ] SUBST ουδ

αρωματοπωλείο [arɔmatɔpɔˈliɔ] SUBST ουδ

αρωματικ|ός <-ή, -ό> [arɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αρωματικός (που ευωδιάζει):

Duftpflanze θηλ

2. αρωματικός (σχετιζόμενος με τη γεύση):

Geschmacks-

αρωματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [arɔmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. αρωματίζω (μαντήλι, χαρτί, μαλλιά, δέρμα):

2. αρωματίζω (τροφή):

αρωματοποιία [arɔmatɔpiˈia] SUBST θηλ

αρωματοποιός [arɔmatɔpiˈɔs] SUBST mf

αρωματοπώλ|ης (-ισσα) [arɔmatɔˈpɔl|is, -isa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

φανατισμέν|ος <-η, -ο> [fanatizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ζαρωματιά [zarɔmaˈtça] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский