Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρταίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρτ|αίνομαι <-ύθηκα, -υμένος> [arˈtɛnɔmɛ]

1. αρταίνομαι (σε περίοδο νηστείας):

αρταίνομαι

2. αρταίνομαι μτφ (για σύζυγος):

αρταίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский