Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρσενικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρσενικ|ός <-ή, -ό> [arsɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αρσενικός (γενικά):

αρσενικός

2. αρσενικός ΓΛΩΣΣ:

αρσενικός

3. αρσενικός ΧΗΜ:

αρσενικός
Arsen-
Arsensäure θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский